- στιβική
- στῐβική, ἡ,A tax on στίβι, PCair.Zen.136.247 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιβική — ἡ, Α [στῑβι] φόρος που επιβαλλόταν στο στίβι*, στο στίμμι … Dictionary of Greek